άσμιχτος

άσμιχτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αναμιχθεί, ν' ανακατευτεί με κάτι άλλο
2. εκείνος που δεν έρχεται σε επικοινωνία με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της λ. συνδέει τη λ. με το αρχ. άμικτος, οπότε το -σ- θα οφείλεται σε ετυμολογική επίδραση του σμίγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άσμιχτος — η, ο επίρρ. α 1. αμιγής: Ήξερες πως ό,τι θα αγόραζες από εκείνον θα ταν άσμιχτο. 2. αυτός που δε συναντήθηκε με κάποιον άλλο, αυτός που δε συνενώνεται με κάτι άλλο: Τ’ αδέρφια ήταν άσμιχτα πάνω από πέντε χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”